τριέτης

τριέτης
τρῐέτ-ης, ες, or [full] τριετής, ές, ([etym.] ἔτος)
A of or for three years,

τριέτεα χρόνον Hdt.1.199

;

τ. φορά IG42(1).121.9

(Epid., iv B. C.);

πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17

, cf. BCH48.518 ([place name] Palestine);

τ. προθεσμία Pl.Lg.954d

(in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as Adv., for three years, Od.2.106, 13.377.
2 three years old,

ἵππος Arist.HA545b13

;

παιδίον Artem. 4.39

: τρίετες, τό, the age of three years,

ἀπὸ τριέτους μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Pl.Lg.794a

, cf. Arist.HA545b3:—fem. [suff] τρῐετ-έτις, Supp.Epigr.6.125 ([place name] Cotiaeum).
II recurring every three years,

κῶμος Orph.H.53.5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριέτης — of masc/fem acc pl (attic epic doric) τριέτης of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριέτης of masc/fem nom sg τριέτης of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριετής — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… …   Dictionary of Greek

  • τριετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που διαρκεί τρία έτη: Τριετής πόλεμος. 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών: Τριετές αγοράκι. 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος: Τριετές πανηγύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριετῆ — τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριετής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριετής of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριέτη — τριέτης of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριέτης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριέτης of masc/fem acc sg (attic epic doric) τριέτης of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριετές — τριέτης of neut acc sg τριετής of masc/fem voc sg τριετής of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριετῶν — τριέτης of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) τριέτης of masc gen pl τριετής of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριέτεα — τριέτης of neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τριέτης of masc/fem acc sg (epic ionic) τριέτης of masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριέτει — τριέτης of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριέτης of masc/fem/neut dat sg τριέτεϊ , τριέτης of dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριετεῖ — τριετής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριετής of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”